*Ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός μας, σημασία έχει το γεγονός της αυτοθυσίας!
Αυτό το γεγονός εξαγιάζει την Ευτυχία Καλύβα.
Εφημερίδα Εστία 1948, γράφει Κωνσταντίνος Τσάτσος:
"Τούτο το επεισόδιο είναι πέρα ως πέρα αληθινό. Το γράφω σαν ένα κομμάτι της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Για να το διαβάσουν οι ποιηταί και να το τραγουδήσουν. Για να το διαβάσουν οι πολιτικοί και να εμπνευσθούν. Για να το διαβάσουν οι δυσφημισταί και ν’ ανέβη το ερύθημα στο πρόσωπο τους. Για να διάβαση ό λαός μας όλος και να αναγνωρίσει τον καλύτερο εαυτό του.
Αυτά συνέβησαν στο Καλεσμένο. Είναι ένα μικρό χωριό, κρυμμένο σε μια βαθιά λαγκάδα των Ευρυτανικών βουνών, λίγες ώρες έξω από το Καρπενήσι. Φτωχό αλλά ευτυχισμένο άλλοτε χωριουδάκι, με τούς δύο τους σκόρπιους μαχαλάδες, φημισμένο για τα σύκα του.
Ένα βράδυ, εδώ και λίγες μέρες, μόλις σκοτείνιαζε, οι αντάρτες ζώσαν το χωριό και μπήκαν στα σπίτια για ν’ αρπάξουν ότι βρουν, τρόφιμα, ζώα, γυναίκες και προπαντός παιδιά. Γέμισε ή λαγκαδιά από βογγητά, από ουρλιάσματα και ντουφεκιές. Έπεφτε ξύλο αλύπητο. Στην αρχή τού κάτω μαχαλά κατοικούσε ή Ευτυχία Καλύβα, ορφανή κοπελλίτσα δεκαέξη χρονών, με τα δυό αδελφάκια της, το ένα οκτώ και το άλλο ένδεκα χρονών. Ό πατέρας, εύζωνας. Ρουμελιώτης, είχε σκοτωθή στό Αλβανικό. Ή μητέρα είχε πεθάνει στην κατοχή από την πείνα. Το λίγο ψωμί πού της είχε μείνει το μοίρασε στα παιδιά της ένα πρωί, τα βλόγησε και έσβησε. Ή Ευτυχία άκουσε τον χαλασμό πού γινότανε πιο πέρα και κατάλαβε. Οι αντάρτες ζύγωναν, από στιγμή σε στιγμή θα έφθαναν. Ξύπνησε τα παιδιά, τα σκέπασε με ότι είχε και μισόντυτη κι αυτή όπως βρέθηκε εκείνην την ώρα, φύγαν μαζί μέσ’ το σκοτάδι. Ήξερε βέβαια τα μονοπάτια. Αλλά ήταν χιόνι ένα μπόι. όπως είναι σ’ εκείνα τα μέρη. Ό δρόμος κλειστός από τον εχθρό. Έπρεπε να πάρει έναν κατσικόδρομο.
Όταν βγήκε στο ψήλωμα, το χιόνι ήταν τόσο ψηλό, πού τα δυό αδερφάκια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Τότε μπήκε μπρος αυτή και με το στήθος της άνοιξε δρόμο. Βήμα με βήμα πάλευε για να περπατήσουν τα μικρά. Όλη τη νύχτα προχωρούσε έτσι παλεύοντας. Αν ήθελε να σωθεί μοναχή της θα σώζονταν εύκολα. Αλλά οι αντάρτες δεν αρπάξανε εκείνη τη νύχτα στο Καλεσμένο μόνο είκοσι-δυό κοπέλλες. Μάζευαν και παιδιά. Και ήταν Ρουμελιώτισσα, εκατοντάδων γενεών Ελληνοπούλα. Επάλευε στήθος με στήθος με το χιόνι, με τον εχθρό, με την μοίρα, για να σώση την κληρονομιά την μοναδική τού εύζωνα της Αλβανίας, τα δυό αδερφάκια της. Βιαζόταν. Ήταν κυνηγημένη. Έπρεπε πριν ξημερώση να φθάση ως τα μέρη πού φύλαγε ό στρατός μας.
Τα αχνάρια της στό χιόνι ήταν κατακόκκινα. Στα στουρνάρια, στ’ αγκάθια, στ’ αγριοκλώναρα είχαν ξεσχισθεί τα πόδια της, τα χέρια της τα στήθη της. Δεν ήταν γκρατσουνίσματα. ήταν πληγές. Έπρεπε όμως να προχώρηση. Τα παιδάκια δεν θα άντεχαν περισσότερο μέσα στό χιόνι, θα πέθαιναν. Τραβούσε λοιπόν παλεύοντας μέσ’ στό σκοτάδι. Ίσως να μη καταλάβαινε πόσο πονούσε. Αλλά τα μικρά τ’ αδερφάκια της θυμούνται τώρα το λαχάνισμά της και το αίμα της μέσα στό χιόνι.
Χάραζε μόλις, όταν έφθασε στό πρώτο στρατιωτικό φυλάκιο έξω από το Καρπενήσι. Με τα όπλα έτοιμα πετιούνται οι φαντάροι μας να δουν ποιος φτάνει. «Μη βαράτε», λέει μια παιδική φωνή. Σε λίγο ήταν εκεί μπροστά τους μαζί με τα δυό αδερφάκια της.
Τα παιδιά! λέει στους φαντάρους πού έβλεπαν τα κουρελιασμένα ρούχα, το μισόγυμνο κορμί της όλο αίματα. Τα παιδιά!
Άλλο τίποτα δεν είπε. Σωριάστηκε χάμω και ξεψύχησε. Όταν το ξάπλωσαν, χάμω στα σανίδια, μέσα στό φυλάκιο, το ωραίο κορμάκι των δεκαέξη χρονών, ήταν ολόκληρο μια πληγή. Τα δυό μικρά τα συνέφεραν και βρίσκονται τώρα στό αναρρωτήριο τού Ερυθρού Σταυρού στό Καρπενήσι. Όποιος δεν πιστεύει ας πάη να τα δη και να ρωτήση.
Σύρε στό καλό Ευτυχία Καλύβα. Ότι θέλησες όλη εκείνη την τρομερή νύχτα θα γίνη. Τ’ αδέρφια σου θα ζήσουνε και θάνε και αδέρφια όλων μας. Και ή παρθενιά σου θα μείνει κι αυτή αμόλυντη σαν το χιόνι πού χάραξες με το αίμα σου. Και αν δεν αρραβωνιαστείς πια το όμορφο παλληκάρι τού χωριού, θα είσαι ή αρραβωνιαστικιά της Νίκης. Και αν δεν στολίσεις πια με τα μυριστικά την αυλή τού φτωχικού σου, θα στολίζεις στους αιώνες την ιστορία της Ελλάδος. Με την Αντιγόνη, με την Ηλέκτρα θα την στολίζης. Ιερή αδερφή. Με τις Μεσολογγιτοπούλες, με τις Σουλιώτισσες, με της Πίνδου τις γυναίκες θα τη στολίζεις Ρουμελιώτισσα λεβέντισσα Ελληνοπούλα. Σύρε στο καλό Ευτυχία Καλύβα."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου