Ένα μικρό κορίτσι με γιασεμιά στα μάτια,
συνάντησε το όταν και το ρώτησε,
Εσένα πια είναι η δουλειά σου ;
Εγώ του απάντησε το όταν, μεταθέτω συνεχώς τα πράγματα στο μέλλον,
τα μακραίνω τόσο πολύ που δεν προλαβαίνει ή ξεχνά κανείς στο τέλος να ζήσει.
Δεν μου αρέσεις είπε το κορίτσι και σκόρπισε τα φύλλα του γιασεμιού.
Εσένα πια είναι η δουλειά σου ;
Εγώ του απάντησε το όταν, μεταθέτω συνεχώς τα πράγματα στο μέλλον,
τα μακραίνω τόσο πολύ που δεν προλαβαίνει ή ξεχνά κανείς στο τέλος να ζήσει.
Δεν μου αρέσεις είπε το κορίτσι και σκόρπισε τα φύλλα του γιασεμιού.
Λίγο παρακάτω σε ένα δρόμο γεμάτο λάσπες,
είδε να περπατά σκυμμένο το εάν.
Εσένα πια είναι η δουλειά σου; το ρώτησε.
Εγώ του λέει, δεν σταματώ λεπτό να διηγούμαι το παρελθόν, να θυμάμαι και να κλαίω, σκορπώντας τύψεις κι ενοχές.
Δεν μου αρέσεις, είπε το κορίτσι και κύλησε ένα δάκρυ.
Σε λίγη ώρα στο κάτω στενό του χωριού
εκεί που ανθούσαν βασιλικοί και κατιφέδες, περνούσε το τώρα,
δεν το ρώτησε τίποτα απολύτως
απλά το ακολούθησε τώρα και χάθηκαν στην ομορφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου