«Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (Καταγόταν η οικογένειά του από το Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης γι’ αυτό τον αποκαλούσαν και Τουρκοπελέκα), το 1841, ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια αρχή, η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, τον επέτρεπε να επαιτεί, κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας, κάθε Παρασκευή! Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Γαλλίας, αυτός απεστάλη από την κυβέρνηση του, στο σημείο όπου ζητιάνευε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.
- Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
- Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; Επέμενε ο ξένος.
- Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.
- Ο ξένος κατάλαβε και διακριτικά, φεύγοντας ,άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!». Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο γενναίος και έντιμος ήρωας, πεθαίνει πάμφτωχος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου